Ομολογουμένως όταν πήγα να δω την ταινία είχα στο μυαλό μου ότι θα ήταν αριστούργημα αφού οι προδιαγραφές της ήταν πολύ υψηλές. Ο Hugh Jackman έχει αποδείξει την τεράστια υποκριτική και τραγουδιστική ικανότητά του στο μιούζικαλ από τους “Άθλιους” το 2012. Από την άλλη, για τον Zac Efron είναι μια εύκολη συνήθεια θα έλεγα μετά τα sequels του “High School Musical” και το “Hairspray”. Ωστόσο, μια και για τον Μάικλ Γκρέισι η ταινία αποτελεί την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά είχα κάποιες αμφιβολίες για το αποτέλεσμα. Ωστόσο, η πραγματικότητα ξεπέρασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη φαντασία μου.
Αρχικά, η όλη προσέγγιση της ταινίας είναι ιδιαίτερη και συναρπαστική. Δεν πρόκειται για μια απλή καταγραφή της ζωής του Φ.Τ. Μπάρνουμ αλλά για ένα μουσικό ταξίδι στα όνειρα, τα ρίσκα, την αγάπη, τη διαφορετικότητα αλλά και τις αποφάσεις που δυσκολευόμαστε να πάρουμε στη ζωή. Είναι μια αισιόδοξη και συγκινιτική ταινία που αξίζει όλοι να δούμε. Ένας ύμνος στα όνειρα που σε κάνει να θέλεις να σηκωθείς από το κάθισμά σου και να χορέψεις. Σε παρασύρει σε μουσικά μονοπάτια και βγαίνοντας έχεις μια χαρά και μια δύναμη να παλέψεις για τα δικά σου όνειρα και στόχους.
Ένα από τα βασικά θέματα της ταινίας είναι η ανάγκη σεβασμού των ανθρώπων με ιδιαιτερότητες και ο σεβασμός της διαφορετικότητας των άλλων. Ουσιαστικά ωθεί αυτούς τους ανθρώπους να βγουν από το σκοτάδι της εσωτερικής φυλακής τους στο φως, να κάνουν τις ατέλειές τους ταλέντο και να μετατρέψουν την ντροπή τους σε φωνή. Όλοι έχουν δικαίωμα στα όνειρα και τη ζωή και στην ταινία του Γκρέισι ο ρατσισμός δεν έχει θέση. Η ανάγκη του σεβασμού στη διαφορετικότητα αποτυπώνεται εξαιρετικά στην ταινία είτε μέσα από δυνατούς διαλόγους, είτε μέσω του χιούμορ, είτε από δυνατά πλάνα και σκηνές.
Η ανάγκη του Φ.Τ. Μπάρνουμ να είναι “κάτι”, να πλησιάσει τους πλούσιους και να αποδείξει στον πεθερό του ότι αξίζει μια θέση στην υψηλή κοινωνία της εποχής είναι επίσης, ένα ζήτημα που αποτυπώνεται με εντυπωσιακό τρόπο στην ταινία καταλήγοντας φυσικά στη συνειδητοποίηση πως τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία αλλά το νόημα της ζωής βρίσκεται στην οικογένεια ή σε ό, τι ο καθένας θεωρεί οικογένεια. Η τραγική συνειδητοποίηση ότι οι δικοί μας άνθρωποι δεν χρειάζονται χρήματα και δόξα για να ζήσουν τη ζωή που ονειρεύονται αλλά εμάς τους ίδιους στη ζωή τους.
Εις ότι αφορά στις ερμηνείες του cast, ο Hugh Jackman είναι συναρπαστικός και αξίζει σίγουρα την υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα που κέρδισε για την ταινία αλλά και το ίδιο το βραβείο για μια ερμηνεία που είναι σίγουρα η πιο δύσκολη και σίγουρα από τις καλύτερες της καριέρας του. Η χημεία του με την κινηματογραφική του σύζυγο, Michelle Williams, είναι για δεύτερη φορά πολύ καλή. Θεωρώ ότι ο ηθοποιός απολαμβάνει κάθε στιγμή τον ρόλο που υποδύεται και αυτό φαίνεται σε κάθε frame της ταινίας, μια και αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις εκφράσεις του.
Τέλος, ο Zac Efron με προβλημάτισε από το trailer σχετικά με τη χημεία που θα μπορούσε να έχει με τον Hugh Jackman αλλά τελικά το μιούζικαλ είναι το στοιχείο του και κατάφερε να μην φαίνεται καθόλου “λίγος” δίπλα στον ηθοποιό. Επιπλέον, η χημεία του με την Ζεντάγια είναι αρκετά καλή και πείθουν σαν ένα απαγορευμένο ζευγάρι εραστών.
Η μουσική της ταινίας είναι μοναδική, αν και αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού έχουμε να κάνουμε με τους δημιουργούς των τραγουδιών του La La Land και σε ταξιδεύουν σ’ έναν κόσμο διαφορετικό, διασκεδαστικό, μαγικό και πάνω απ’ όλα ονειρεμένο. Η ταινία ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη στα επερχόμενα Oscar και δεν θα εκπλαγούμε αν ακολουθήσει την πορεία του “La La Land”… Well done!
Βαθμολογία: 4/5
Ανάλυση ταινίας
Ο Αυστραλός σκηνοθέτης, Μάικλ Γκρέισι, πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «The Greatest Showman», μια ιστορία που, στο larger-than-life πνεύμα του Φ.Τ. Μπάρνουμ, μετατρέπεται σε μια διάσταση τολμηρής φαντασίας, γεμάτη άκρως εθιστικά ποπ τραγούδια, αστραφτερούς χορούς και την εξύμνηση της δύναμης που αντλεί κανείς από την καλλιτεχνία, την αγάπη και την πίστη στον εαυτό του. Ο Γκρέισι συνενώνει νέα κομμάτια από τους βραβευμένους με Όσκαρ στιχουργούς, Μπεντζ Πέισεκ και Τζάστιν Πολ (La La Land), με ένα υπέρ-ταλαντούχο καστ, του οποίου ηγείται ο υποψήφιος για Όσκαρ, Χιου Τζάκμαν, ώστε να μαγέψει το κοινό με τις απαρχές της μαζικής διασκέδασης και των mega-celebrities της δεκαετίας του ’70… εννοούμε του 1870. Μια ταινία ταξίδι στον συναρπαστικό κόσμο της Χρυσής Εποχής της μετεμφυλιακής Αμερικής – μέσα από τον σύγχρονο φακό της ποπ κουλτούρας που μόλις γεννιόταν.
Μπορεί ο Φ.Τ. Μπάρνουμ να ζούσε πάνω από έναν αιώνα πριν, αλλά για τον Γκρέισι, ήταν ένας προπάτορας των καιρών μας. Κατά τη γνώμη του, ο Μπάρνουμ ήταν πρωτοπόρος των σημερινών οραματιστών και επιχειρηματιών που έχουν φέρει την επανάσταση στην κοινωνική μας ζωή, κάτι σαν τον Στιβ Τζομπς ή τον Jay-Z των ημερών του. Η ταινία είναι μια μουσική ονειροπόληση, μία ωδή στα όνειρα, και όχι μία βιογραφία. Στον πυρήνα της, όμως, βρίσκεται η βεβαιότητα του Μπάρνουμ πως η αγγαρεία της καθημερινότητας είναι κάτι που μπορείς να μεταμορφώσεις σε τόπο μαγείας, περιέργειας και της απόλαυσης του να είσαι περήφανα διαφορετικός από όλους τους άλλους. Πάνω από όλα, ο Γκρέισι ήλπιζε να πετύχει εκείνο ακριβώς το συναίσθημα της στιγμής, της προσωπικής έμπνευσης ή της αποδοχής όταν η ζωή μοιάζει πολύ μεγαλύτερη από ό, τι περίμενες. «Όταν το κοινό ερχόταν να παρακολουθήσει ένα θέαμα του Φ.Τ. Μπάρνουμ, μεταφερόταν παντελώς εκτός κανονικότητας, και προσπαθούμε να κάνουμε το ίδιο με την ταινία, μέσα από μια σύγχρονη ματιά», λέει χαρακτηριστικά ο Γκρέισι.
«Πραγματικά, ο Μπάρνουμ ήταν ο πρώτος που έφερε τη διασκέδαση στις μάζες, με έναν απόλυτα δημοκρατικό τρόπο. Γιατί το θέατρο και πολλές από τις μορφές τέχνης –συναυλίες κτλ- ήταν προορισμένες αποκλειστικά για τα υψηλά στρώματα. Ήταν ένα πραγματικά λαϊκό θέαμα», συμπληρώνει η παραγωγός Τζένο Τόπινγκ.
“Τόσα πράγματα στα οποία αποσκοπώ στη ζωή, ενσαρκώνονται σ’ αυτόν τον χαρακτήρα…”
Hugh Jackman
Ο Hugh Jackman είχε αφιερωθεί για χρόνια στην προσπάθεια να μεταφέρει την ταινία στον κινηματογράφο: «Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο Μπάρνουμ οδήγησε στην σύγχρονη εικόνα της Αμερικής –και ειδικά στην ιδέα πως το ταλέντο, η φαντασία και η ικανότητά σου να δουλεύεις σκληρά, πρέπει να είναι τα μόνα πράγματα που καθορίζουν την επιτυχία σου. Ήξερε πώς να φτιάξει κάτι από το τίποτα, πως να κάνει τα λεμόνια, λεμονάδα. Πάντα λάτρευα αυτό το χαρακτηριστικό. Ακολούθησε τον δικό του δρόμο και μετέτρεψε κάθε εμπόδιο σε κάτι θετικό. Τόσα πράγματα στα οποία αποσκοπώ στη ζωή, ενσαρκώνονται σε αυτόν τον χαρακτήρα», είναι τα λόγια του σπουδαίου Αυστραλού σταρ.
Το «The Greatest Showman» αφορά και σε άλλη μία ιδέα εκείνων των καιρών: Αυτήν των οικογενειών που δημιουργούνται και επιτρέπουν στους ανθρώπους που τις απαρτίζουν να εκφραστούν όπως θέλουν, χωρίς ενδοιασμούς. «Μια μεγάλη ιδέα της ταινίας είναι ότι ο πραγματικός πλούτος είναι οι άνθρωποι που επιλέγεις να σε περιτριγυρίζουν και αυτοί που σε αγαπούν», λέει ο Γκρέισι. «Ο Μπάρνουμ έφερε κοντά ανθρώπους που, διαφορετικά, θα είχαν αγνοηθεί από τον κόσμο. Φέρνοντας τον καθέναν από αυτούς στο προσκήνιο, δημιούργησε μία οικογένεια που θα βρισκόταν πάντα εκεί, ο ένας για τον άλλο. Στην πορεία της ταινίας, ο Μπάρνουμ σχεδόν χάνει και την πραγματική του οικογένεια και αυτή του τσίρκου –άλλα, τότε, τον βλέπεις να ανακαλύπτει πως το σημαντικότερο πράγμα που μπορεί να κάνει είναι να τους φέρει και πάλι όλους κοντά».
Η Γέννηση ενός Showman
«Ο Φ.Τ. Μπάρνουμ είναι αυτό που θα χαρακτηρίζαμε σήμερα ως κάποιον που διαταράσσει την παραδοσιακή ροή των πραγμάτων», λέει ο Hugh Jackman για τον άνθρωπο του οποίου την υποβλητική περσόνα αναλαμβάνει να ενσαρκώσει στο «The Greatest Showman». «Πίσω στο 1850, η Αμερική δεν ήταν όπως την ξέρουμε σήμερα. Ήσουν περιορισμένος από την οικογένειά σου και την κοινωνική σου τάξη. Τότε, η ιδέα της διασκέδασης απλά και μόνο για να διασκεδάσεις, θεωρούνταν οριακά σατανική. Το γεγονός αυτό, όμως, φούντωσε τη φλόγα που έκαιγε μέσα στον Μπάρνουμ για να ξεφύγει από αυτή την κοινότυπη ύπαρξη. Ξεκίνησε να ζει τη ζωή των ονείρων του. Κι αυτό ακριβώς έκανε».
Γεννημένος στο Μπέθελ του Κονέκτικατ το 1810, ο πραγματικός Φ.Τ. Μπάρνουμ ήταν όσο περίπλοκος όσο κι η εποχή στην οποία ζούσε, γεμάτος αντιφατικές παρορμήσεις, ταυτόχρονα ανθρώπινες και οπορτουνιστικές. Είχε μία φυσική κλίση για τη δημοσιότητα και την προώθηση, αρχίζοντας να πουλά λαχεία από την ηλικία των 12. Αργότερα, κέρδισε την αγάπη της κατά πολύ πλουσιότερης γυναίκας του, χάρη στην αγνή του ικανότητα να προκαλεί την προσοχή. Αφού δοκιμάστηκε σε διάφορες δουλειές, ο Μπάρνουμ κατέληξε σε αυτό που αποκαλούσε «σόουμπιζ», όπου η φαντασία του δεν θα γνώριζε όρια. Σύντομα, θα μετατρεπόταν σε ιδιοφυία, σε μία βιομηχανία που επρόκειτο να καθορίσει την Αμερική. Μετακομίζοντας στη Νέα Υόρκη, έγινε μία από τις πιο αγαπημένες φιγούρες της πόλης, που άνθιζε τότε. Εκεί, άνοιξε αυτό που θα γινόταν ένας τρομακτικά δημοφιλής προορισμός: το Αμερικανικό Μουσείο Μπάρνουμ στο Μπρόντγουεϊ, γεμάτο επιστημονικά εργαλεία, παράξενα αντικείμενα, πληθώρα εξωτικών ζώων, ένα ενυδρείο, θεατρικές παραστάσεις και αρκετά ζωντανά «εκθέματα». Όταν το μουσείο του Μπάρνουμ κάηκε ολοσχερώς, σκέφτηκε μια ακόμα φρέσκια ιδέα: το show στη σκηνή, που έγινε γνωστό ως «Το Μεγαλύτερο Θέαμα στη Γη», μια ιδέα που θα έμενε γνωστή για πολύ μετά τον θάνατό του και θα ενέπνεε την εξέλιξη της Αμερικής ως τη Μέκκα της Διασκέδασης της υφηλίου.
Τί δεν ξέρετε για την ταινία;
- Ο Hugh Jackman δήλωσε πως το «The Greatest Showman» απαιτούσε την πιο δύσκολη προετοιμασία για τον ίδιο συγκριτικά μάλιστα με το «Logan». Είναι το δεύτερο μιούζικαλ του ηθοποιού μετά τους Άθλιους το 2012. Τέλος, δήλωσε πως η ταινία ήταν ένα όνειρο του από το 2009.
- Ο ηθοποιός διάβασε πάνω από τρεις ντουζίνες βιβλία για τον PT Barnum για να προετοιμαστεί για τον ρόλο του.
- Ο Hugh Jackman και η Michelle Williams συνεργάζονται για δεύτερη φορά στη μεγάλη οθόνη μετά το «Deception» το 2008.
- Για τον Zac Efron το «The Greatest Showman» είναι το πέμπτο μιούζικαλ μετά την τριλογία του «High School Musical» και το «Hairspray» το 2007.
- H Rebecca Ferguson παραδέχτηκε σε συνέντευξή της ότι ήταν υπερβολικά αγχωμένη όταν έπρεπε να τραγουδήσει στην ταινία γιατί έπρεπε να το κάνει μπροστά σε ένα τεράστιο κοινό αλλά και τους συντελεστές της ταινίας. Δήλωσε ωστόσο, ότι ήταν ο Hugh Jackman και η ενθαρρυντική του ανταπόκριση στην ερμηνεία της που τη βοήθησε πολύ τότε.
- Η φωνή της ηθοποιού ντουμπλάρεται από την Loren Allred. Η Ferguson έχει σπουδάσει μουσική και παραδέχτηκε ότι μπορούσε να τραγουδήσει τα κομμάτια, αλλά, μια και ο χαρακτήρας της, η Jenny Lind, θεωρείται η καλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου και συνεπώς οι απαιτήσεις του ρόλου ήταν τεράστιες, δέχτηκε να ντουμπλαριστεί η φωνή της. Ωστόσο, για να μπει στο πετσί του ρόλου, η ηθοποιός επέμεινε να τραγουδήσει η ίδια τα τραγούδια μπροστά στους συντελεστές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
- Να σημειώσουμε ότι η Jenny Lind ήταν ένας ρόλος που γράφτηκε αρχικά με την Anne Hathaway στο μυαλό ενώ οι Carey Mulligan και Ellen Page ήταν επίσης υποψήφιες για τον ρόλο. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης, Michael Gracey, επέλεξε εναλλακτικά την Rebecca Ferguson για τον ρόλο.
- Η Zendaya έκανε μόνη της όλα τα ακροβατικά που απαιτούνταν στην ταινία.
- Η ταινία αποτελεί την πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Michael Gracey, ο οποίος έχει εργαστεί για πάνω από είκοσι χρόνια ως animator, συνθέτης και ελεγκτής οπτικών εφέ. Ο ίδιος δήλωσε ότι η ταινία θυμίζει τα μιούζικαλ «West Side Story» του1961, «Mary Poppins» του 1964 και «The Sound of Music» του 1965.
- Στο “The Greatest Showman» ακούγονται έντεκα νέα τραγούδια που έγραψαν οι Benj Pasek και Justin Paul, οι βραβευμένοι με Oscar στιχουργοί του «La La Land». Από την αρχή οι δημιουργοί πήραν την απόφαση να φτιάξουν ένα μουσικό στυλ πολύ πιο κοντά στα σύγχρονα είδη της pop και του hip hop παρά στα παραδοσιακά κλασικά στυλ που παραπέμπουν στις ταινίες της δεκαετίας του 80. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Pasek: «Η επιλογή ήταν να εκφράσουμε όχι απλά και μόνο τα συναισθήματα των χαρακτήρων αλλά και το πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν ο P.T. Barnum. Δεν περιοριζόταν στον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσε. Ήθελε να δημιουργήσει έναν κόσμο».
- Πολλά από τα κοστούμια που χρησιμοποιούνται στην παράσταση του τσίρκου στην αρχή και το τέλος της ταινίας, η παραγωγή τα δανείστηκε από την Feld Entertainment, την τωρινή κάτοχο του Ringling Brothers and Barnum & Bailey Circus και χρησιμοποιούνταν στις παραγωγές του «The Greatest Show on Earth».
- Τέλος, τον Ιανουάριο του 2017 οι Ringling Brothers and Barnum & Bailey Circus, το τσίρκο δηλαδή που ίδρυσε ο P.T. Barnum, ανήγγειλε ότι θα κλείσει τις πόρτες του για πάντα λόγω της μειωμένης πια προσέλευσης του κόσμου αλλά και των συνεχών διαμαρτυριών των ακτιβιστών για τα δικαιώματα των ζώων. Οι τελευταίες τους παραστάσεις πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο του 2017.
Λίγα λόγια για την ταινία…
Η ταινία είναι υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης ταινίας (κωμωδίας ή μιούζικαλ), A’ Ανδρικού ρόλου (Χιου Τζάκμαν) και Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού! Τα τραγούδια υπογράφουν οι στιχουργοί του «LA LA LAND», οπότε η ταινία ανεβάζει ψηλά τον πήχη στα επερχόμενα OSCARS.
Το «The Greatest Showman» είναι ένα τολμηρό και πρωτότυπο μιούζικαλ που εξυμνεί τη γέννηση του θεάματος και τον θαυμασμό που νιώθουμε όταν τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Εμπνευσμένο από τη φιλοδοξία και τη φαντασία του Φ.Τ. Μπάρνουμ, το μιούζικαλ αφηγείται την ιστορία ενός οραματιστή που από το τίποτα κατάφερε να δημιουργήσει ένα μαγευτικό θέαμα που εξελίχθηκε σε παγκόσμιο φαινόμενο. Σκηνοθετεί ο Μάικλ Γκρέισι και πρωταγωνιστούν οι Χιού Τζάκμαν, Ζακ Έφρον, Μισέλ Ουίλιαμς, Ρεμπέκα Φέργκιουσον και η Ζεντάγια.
Δείτε το trailer:
Από 28 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους!
Καλή διασκέδαση!
xxx.
Xenia