Ο υποψήφιος για Όσκαρ Χάρισον Φορντ, επιστρέφει στον ρόλο του θρυλικού
ήρωα αρχαιολόγου με το μαστίγιο, Indiana Jones, στην τελευταία ταινία του εμβληματικού franchise με την υπογραφή του καταξιωμένου σεναριογράφου/σκηνοθέτη James Mangold, γνωστού από τα “Κόντρα σε όλα – Ford vs Ferrari” και “Λόγκαν – Logan”.
Στον Indiana Jones, τη μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή με τις εντυπωσιακές καταδιώξεις και τον νοσταλγικό εξωτισμό συμπρωταγωνιστούν οι Phoebe Waller-Bridge (Fleabag), Antonio Banderas, John Rhys-Davies (Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού- Raiders of the Lost Ark), Toby Jones (Jurassic World: Το Βασίλειο Έπεσε- Jurassic World: Fallen Kingdom), Boyd Holbrook (Λόγκαν-Logan) και Mads Mikkelsen.
Το σενάριο υπογράφουν οι Jez & John-Henry Butterworth, David Koepp και ο Mangold.
Ο θρυλικός John Williams, συνθέτης όλων των ταινιών του Indy από το 1981, επιστρέφει ως συνθέτης της ταινίας.
Λίγα λόγια για την ταινία…
Βρισκόμαστε στο 1969 και ο Indiana Jones, που υποδύεται ο Χάρισον Φορντ, είναι έτοιμος να
αποχωρήσει από την ενεργό δράση.
Έχοντας περάσει πάνω από μια δεκαετία διδάσκοντας στο Hunter College της Νέας Υόρκης, ο καταξιωμένος καθηγητής αρχαιολογίας ετοιμάζεται να αποσυρθεί στο ταπεινό και μοναχικό του διαμέρισμα.
Ωστόσο, όλα αλλάζουν με την απρόσμενη επίσκεψη της αποξενωμένης βαφτιστήρας του, Helena Shaw (Phoebe Waller-Bridge), η οποία αναζητά ένα ανεκτίμητο αρχαίο εύρημα που είχε εμπιστευτεί ο πατέρας της στον Indy πριν χρόνια. Πρόκειται για τον δίσκο του πεπρωμένου, έναν μηχανισμό του Αρχιμήδη που μπορεί να αλλάξει την ιστορία.
Έτσι, ως έμπειρη απατεώνισσα, η Helena κλέβει τον μηχανισμό και αποχωρεί γρήγορα από τη χώρα για να το πουλήσει σε όποιον προσφέρει τα περισσότερα χρήματα. Μην έχοντας άλλη επιλογή από το να την κυνηγήσει, ο Indy ξεκινάει μια τελευταία επική διαδρομή.
Εν τω μεταξύ, ο παλιός εχθρός του Indy, ο πρώην Ναζί Jürgen Voller, που υποδύεται ο Mads Mikkelsen, έχει τα δικά του τρομαχτικά σχέδια για τον μηχανισμό με σκοπό να αλλάξει τη ροή της παγκόσμιας ιστορίας.
INDIANA JONES: Ο ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Indiana Jones παραμένει ένας από τους πιο αγαπημένους χαρακτήρες που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη: το Αμερικάνικο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο τον έχει κατατάξει ως τον δεύτερο μεγαλύτερο κινηματογραφικό ήρωα όλων των εποχών.
Συγκεκριμένα, μόνο ο Gregory Peck ως Atticus Finch στην ταινία «Σκιές και Σιωπή» (To Kill a Mockingbird) τον έχει ξεπεράσει. Κι όμως είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Indy θα είχε κατακτήσει αυτήν τη θέση χωρίς τη συνεισφορά του Χάρισον Φορντ.
Αναλυτικότερα, από τη στιγμή που ο Indy εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία «Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» (Raiders of the Lost Arc) του Steven Spielberg το 1981, ήταν προφανές ότι το ταίριασμα χαρακτήρα και πρωταγωνιστή ήταν τέλειο. Ο Φορντ ήταν αναμφισβήτητα χαρισματικός και γοητευτικός. Καθιέρωσε ένα λοξό μειδίαμα που εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή, ενώ σκαρφιζόταν φαινομενικά απίθανες αποδράσεις χάρη στην πολυμήχανη και ευρηματική του φύση ή και χάρη σε καθαρή τύχη.
Παράλληλα, απ’ όλους τους απίθανους χαρακτήρες που έχει υποδυθεί στην καριέρα του ο Φορντ, τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Indiana Jones και μάλιστα ρωτούσε συχνά τους
παραγωγούς Kathleen Kennedy και Frank Marshall αν υπάρχει άλλη ιστορία στα σκαριά.
Στην καρέκλα του σκηνοθέτη… ο James Mangold!
Για να δοθεί απάντηση, η Kennedy, ο Ford και ο Spielberg απευθύνθηκαν στον James Mangold, τον αριστοτέχνη αφηγητή πίσω από καταξιωμένες και εμπορικές ταινίες όπως οι «Walk the Line», «Λόγκαν» (Logan) και «Κόντρα σε Όλα» (Ford v. Ferrari).
Για να θυμηθούμε, ο δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ δημιουργός έχει μεγάλη εμπειρία στην αφήγηση συναισθηματικών ιστοριών για προσωπικότητες, όπως ο Johnny Cash και ο Carroll Shelby. Οι ταινίες του που επικεντρώνονται σε συναρπαστικούς και αντιφατικούς πρωταγωνιστές, είναι πάντα άρτιες, ευφυείς και διασκεδαστικές.
Από τη μία, ο Χάρισον Φορντ λέει ότι το έργο του σεναριογράφου-σκηνοθέτη είναι η απόδειξη γιατί ήταν ο κατάλληλος για να αναλάβει τα ηνία του Spielberg για την τελευταία περιπέτεια του Indiana Jones. «Υπάρχουν πολλές πτυχές του έργου του Jim Mangold που θαυμάζω», λέει ο Ford. «Ως αφηγητής, έχει ιδιαίτερη αντίληψη που προέκυψε από την εμπειρία του, την κατανόηση και τη φιλοδοξία να προσφέρει ψυχαγωγία μεγάλης κλίμακας με ένα ιδιαίτερο χιούμορ και συναισθηματική γνησιότητα».
Από την άλλη, ο Spielberg λέει: «Είναι ένας σκηνοθέτης που μοιράζεται τις ευαισθησίες
μου στο μοντάζ, στον ρυθμό, στην εξέλιξη του χαρακτήρα, στην ισορροπία των σκηνών. Σκέφτηκα ότι αν δεν κάνω άλλη ταινία για τον Indiana Jones, ο James Mangold θα πρέπει να την κάνει».
Mangold & Ford
Για τον Mangold, η εμπειρία της πρώτης θέασης των ταινιών με πρωταγωνιστή των Indy, όταν ήταν 17 χρονών, είναι κάτι που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Τον καθήλωσε αυτή η κλασική περιπέτεια που δανειζόταν το ύφος και την τεχνική ταινιών από προηγούμενες δεκαετίες.
Η ταινία συνδύαζε καταδίωξη, ανατροπές, αναμέτρηση, έρωτα, πνεύμα και μοντέρνα ευαισθησία.
Παρ΄όλα αυτά, το δέος και η αγάπη που ένιωθε ο Mangold για το έργο του Spielberg
τον έκανε διστακτικό να αναλάβει την ταινία. Συμφώνησε μόνο όταν εξασφάλισε τον χρόνο που χρειαζόταν για να δημιουργήσει μια συναρπαστική περιπέτεια στα μέτρα και τα σταθμά του προκατόχου του Spielberg.
Ήταν σαφές ήδη από την αρχική σύλληψη ότι έπρεπε να διατηρήσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον Indy ένα σημείο αναφοράς για γενιές θεατών.
«Ο Indiana Jones είναι ένας χαρακτήρας που πάντα μας αιφνιδιάζει», λέει ο Mangold. «Μπορεί να είναι εγωιστής, συμπονετικός, γενναίος και δειλός. Και ο Harrison συνδυάζει όλα αυτά τα αντιφατικά στοιχεία. Ο Indiana Jones δεν είναι ένας αρχαιοελληνικός θεός στον Όλυμπο, είναι ένας πολύ ανθρώπινος χαρακτήρας. Όλες οι ιδιοτροπίες, οι αγωνίες,
οι νευρώσεις και τα ελαττώματά του είναι μέρος της γοητείας του. Αλλά έχει μια υπερδύναμη, είναι απίστευτα τυχερός».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ έκαναν ό,τι χρειάζεται για να τιμήσουν τον χαρακτήρα, οι δημιουργοί ένιωσαν ότι ήταν σημαντικό να προσφέρουν στο κοινό κάτι καινούριο και συναρπαστικό.
Επιπρόσθετα, έλαβαν υπόψη τους την ηλικία του χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο Φορντ θα γινόταν 79 κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Οπότε, τοποθέτησαν την ταινία στα τέλη των ‘60s, σε μια εποχή που ένας περιπετειώδης ήρωας εμπνευσμένος από κλασικές ταινίες των ‘30s και των ‘40s θα έμοιαζε ο ίδιος σαν κειμήλιο.
«Η προφανής δυσκολία είναι ότι επιστρέφουμε χωρίς να ψάξουμε άλλο πρωταγωνιστή», λέει ο Jez Butterworth.
«Έχουμε τον ίδιο ηθοποιό που έπαιζε τον ρόλο στα τριάντα του να παίζει το ίδιο κοντά στα ογδόντα του. Αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί μειονέκτημα ήταν τελικά πλεονέκτημα. Έπρεπε οπωσδήποτε να δουλέψουμε πάνω στη ιδέα ότι αυτό που συμβαίνει προς το τέλος της ζωής κάποιου μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστικό με αυτό που συμβαίνει στην αρχή. Έτσι η ιστορία άρχισε να γίνεται αυθεντική και ρεαλιστική. Αν αρπάξεις αυτή την ευκαιρία, σου ανοίγονται δρόμοι για όλα τα είδη αφήγησης».
Μάλιστα, η προσέγγιση άρεσε πολύ στον Φορντ, που ένιωσε ότι συμβάδιζε με τη δική του
άποψη για τον χαρακτήρα. «Δεν έχουμε αποφύγει το γεγονός ότι ο Indy έχει μεγαλώσει 40 χρόνια μέσα στη χρονική περίοδο κατά την οποία διηγούμαστε την ιστορία του, το έχουμε ενστερνιστεί», λέει ο Φορντ. «Αντιμετωπίσαμε τις προκλήσεις και αφηγούμαστε την ιστορία με
ανθρωπιά. Είναι ένα τολμηρό, πολύ συναρπαστικό και θαρραλέο εγχείρημα».
Στην αρχή της ταινίας, ο Indiana Jones μοιάζει να φτάνει στον τερματισμό. Καθώς προετοιμάζεται να αποχωρήσει από τη διδασκαλία, περνάει μόνος του τις νύχτες σε ένα ταπεινό διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. «Ο Indiana Jones που συναντάμε το 1969 είναι το αποτέλεσμα της εμπειρίας που είχαμε μαζί του στις άλλες ταινίες», εξηγεί ο Ford.
«Αυτό συμβαίνει όταν είσαι ένας σαραβαλιασμένος αρχαιολόγος/καθηγητής, απογοητευμένος από την καριέρα σου και είναι η τελευταία μέρα σου στη δουλειά πριν τη σύνταξη και μπορείς να πίνεις και κανένα ποτό μέσα στη μέρα. Έχει αποθαρρυνθεί, είναι κυνικός, πληγωμένος, αλλά οι συνθήκες τού επιφυλάσσουν μία μεγάλη περιπέτεια, μια ευκαιρία για εξιλέωση και ανανέωση».
Από την πλευρά του ο Mangold εξηγεί: «Ήθελα να ξεκινήσω με τον χαρακτήρα να απέχει από τον γνωστό Indy όσο περισσότερο γίνεται, ώστε το κοινό να νιώσει έντονο ενθουσιασμό όταν οι συνθήκες τον αναγκάσουν να φορέσει ξανά το καπέλο του. Το 1969 είναι μία περίοδος όπου κανείς δεν πιστεύει πια στους ήρωες όπως ο Indiana Jones. Με πολλούς τρόπους, η περιπέτεια που έχουμε πλάσει είναι ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα σε έναν ήρωα παλαιάς κοπής και έναν διχασμένο και κυνικό μοντέρνο κόσμο».
Το περιζήτητο τεχνούργημα που πυροδοτεί την αφήγηση είναι εμπνευσμένο από
τον αρχαίο μηχανισμό των Αντικυθήρων, που υπολόγιζε τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων και θεωρείται ο αρχαιότερος αναλογικός υπολογιστής.
«Τη στιγμή που καταλήξαμε ότι η ταινία θα έχει να κάνει με τον χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες και τις επιλογές, τα αμετάκλητα λάθη, τότε το ερώτημα ήταν ποιο θα ήταν το μοναδικό πράγμα που θα μας επέτρεπε να διορθώσουμε τον ίδιο τον χρόνο», εξηγεί ο Mangold. «Η έρευνα με οδήγησε στον μηχανισμό των Αντικυθήρων, που λέγεται ότι επινόησε ο Αρχιμήδης και που θεωρείται ότι λειτουργούσε σαν ένα είδος πυξίδας του χρόνου».
Έτσι, οι σεναριογράφοι επινόησαν τη δική τους εκδοχή για τον μηχανισμό των Αντικυθήρων με μία επιπλέον δόση μαγείας. «Ο δίσκος του πεπρωμένου είναι μια τολμηρή ιδέα», λέει ο Φορντ. «Ήταν μια ευφυέστατη επιλογή. Τα άλλα αντικείμενα που έχουμε χρησιμοποιήσει στις προηγούμενες ταινίες έχουν κάτι το θρησκευτικό. Εδώ παίζουμε με την επιστήμη».
Ο ρόλος των Ναζί
Αποφασισμένος να ανακτήσει το αντικείμενο, ο Indy φεύγει από τη Νέα Υόρκη αλλά δεν είναι ο μόνος που καταδιώκει τη Helena. Ο παλιός εχθρός του Indy, ο Jürgen Voller, την καταδιώκει επίσης. «Οι καλύτεροι κακοί σε ταινίες του Indy είναι Ναζί», λέει ο John-Henry Butterworth. «Αν καταγράψεις μία λίστα με ευχές για όσα θέλεις να δεις σε μια ταινία του Indy, είναι τον
Indy να ρίχνει μπουνιές σε Ναζί και να τους νικάει. Ήταν κάπως σαν γρίφος να βρούμε πώς θα το ταιριάξουμε αυτό στο χρονικό πλαίσιο στο οποίο θέλαμε να διαδραματίζεται η πλοκή».
Για τον λόγο αυτό, οι δημιουργοί επινόησαν έναν καταιγιστικό πρόλογο που διαδραματίζεται το 1944 στον οποίο ένας νεότερος Indy πολεμάει ναζί. «Αυτή η σεκάνς με τον Indiana στην ακμή του να πολεμάει ναζί ήταν ένα θαύμα», λέει ο Mangold για την ιδέα των σεναριογράφων. «Επέτρεπε στο κοινό να θυμηθεί κάτι που μπορεί να μην είχε δει για καιρό. Ένιωσα ότι ήθελα την ευκαιρία να κάνω μία ταινία με τον νεαρό Harrison. Η φιλοδοξία μέσα μου το ζητούσε, οπότε γράψαμε μια περίτεχνη σκηνή, που ανοίγει την ταινία».
Έτσι, όσο η ιδέα της ταινίας έπαιρνε μορφή, ο Mangold συμβουλευόταν συχνά τον executive producer Spielberg. «Το ένστικτο και η ματιά του είναι απίστευτα», λέει ο Mangold για τον Spielberg. «Το πιο σπουδαίο πράγμα που μου είπε είχε να κάνει με τον ρυθμό, ότι μία ταινία με τον Indiana Jones ήταν σαν να κάνεις ένα trailer μεγάλου μήκους. Η ταινία πρέπει να είναι σαν ένα ελκυστικό trailer που τρέχει για δύο ώρες. Αυτός ο απλός αφορισμός,
αυτή η απλή ιδέα ήταν συνέχεια στο μυαλό μου».
Το cast
Από την αρχή δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Χάρισον Φορντ θα επέστρεφε ως Indiana Jones. Αυτό το γεγονός επέτρεψε στους δημιουργούς να συγκεντρώσουν ένα χαρισματικό καστ που θα ταίριαζε με το εκτόπισμα του πρωταγωνιστή.
«Ο Harrison έχει χάρισμα», λέει η Kennedy, που μαζί με τον Marshall έχει αναλάβει την παραγωγή όλων των ταινιών του Indiana Jones. «Κανείς δεν είναι σαν αυτόν. Ό,τι κάνει, είναι κομμάτι της ταυτότητάς του. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο τέχνασμα σε αυτά που κάνει. Προφανώς, ερμηνεύει έναν ρόλο, αλλά όπως θα έλεγε ο ίδιος, παίζει. Δεν υποδύεται. Κάνει κάτι που το έκανε πριν ακόμα γίνει ηθοποιός. Είναι κάτι που έχει στην καρδιά της κάθε ερμηνείας του και αυτό τον κάνει τόσο προσιτό».
Ο καταλυτικός ρόλο της Helena Shaw πήγε στη Phoebe Waller-Bridge, στην
τρεις φορές βραβευμένη με Emmy σεναριογράφο και ηθοποιό που καταξιώθηκε
με την επιτυχημένη κωμική σειρά «Fleabag».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χαρακτήρας απαιτούσε κάποια που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Indy και η Waller-Bridge ήταν ιδανική για τον ρόλο. Ευφυής, γοητευτική και επικίνδυνα απρόβλεπτη, η Helena έχει αποξενωθεί από τον νονό της για χρόνια. «Είναι πολύ ανεξάρτητη, ξέρει τι χρειάζεται για να επιβιώσει και το επιδιώκει», λέει η Waller-Bridge. «Παράλληλα, είναι πολύ πνευματώδης και αστεία».
Επιπρόσθετα, ο Mangold παρομοιάζει τη Waller-Bridge με τις μεγάλες σταρ της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, όπως η Katharine Hepburn και η Barbara Stanwyck.
«Δεν έχει όρια», λέει ο σκηνοθέτης. «Είναι κοφτή και γρήγορη. Οπότε, ποιος είναι καλύτερος να τα βγάλει πέρα με τις δεξιότητες του Harrison; Μακάρι κάθε ταινία να είχε αυτή τη χημεία, αυτή τη μουσικότητα ανάμεσα στους ηθοποιούς. Ο Harrison και η Phoebe μαζί έχουν δυναμισμό».
Από τη μία η Waller-Bridge λέει για τον Ford, «Είναι από τους πιο ζωντανούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. Είναι απίθανα έξυπνος και πολύ, πολύ αστείος, κάνει εκπληκτικές επιλογές ως ηθοποιός και φέρνει λαμπερή ενέργεια στο σετ. Είναι απίστευτα γενναιόδωρος, ευγενικός και
αξιαγάπητος. Όπου κι αν βρίσκεται, όλοι χαμογελάνε».
Από την άλλη ο Ford ανταποδίδει: «Η Phoebe έχει πλούσιο κωμικό ταλέντο και γνήσια ανθρωπιά, τα οποία φέρει στον ρόλο. Είναι μία απίθανη ηθοποιός».
Για τον ρόλο του Jürgen Voller οι δημιουργοί επέλεξαν τον Δανό ηθοποιό Mads Mikkelsen. Ο Mangold επαινεί τον Mikkelsen ως «έναν εκπληκτικά δυνατό ηθοποιό που έχει αφοσιωθεί στον ρόλο στο 100%».
Παρόλο που είναι ξεκάθαρα ο κακός της ταινίας, ούτε ο Mangold ούτε ο Mikkelsen ήθελαν τον Voller να μοιάζει με καρικατούρα. «Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε το κλισέ του Γερμανού ή του Ναζί με την ακραία προφορά και την ακραία παράνοια», εξηγεί ο Mikkelsen. «Ο Voller είναι πραγματιστής. Είναι ένας συγκρατημένος χαρακτήρας. Είναι κάποιος που
θα μπορούσες να πετύχεις στον δρόμο».
Ο Ford επισημαίνει: «Ο Mads είναι ένας ηθοποιός που θαυμάζω πολύ, για την ενέργεια του
και για το πόσο επενδύει στη διαδικασία».
Τον ρόλο του Νεοναζί βοηθού του Voller, του Klaber, ανέλαβε ο Boyd Holbrook. «Γίνεται το υποχείριο του Voller, αλλά είναι και οπορτουνιστής», λέει ο Holbrook.
Παράλληλα, και ο Indy έχει μερικούς σημαντικούς συμμάχους στο πλευρό του. Ο Mangold επισημαίνει: « Ένα πράγμα που περιμένουμε από τις ταινίες του Indiana Jones είναι όλοι οι χαρακτήρες που συναντάμε ανά τον κόσμο».
Ο καταξιωμένος Ισπανός ηθοποιός Antonio Banderas, υποδύεται τον Renaldo, έναν ναυτικό και φίλο του Indy στον οποίο απευθύνεται όταν χρειάζεται έναν έμπειρο δύτη στην Ελλάδα.
«Ο Renaldo είναι ψαράς πια, αλλά και ένας υποστηρικτής της ελευθερίας, ίσως στον Ισπανικό Εμφύλιο και αργότερα στον Δεύτερο Παγκόσμιο», λέει ο Banderas. “Ο Renaldo είναι θαρραλέος, λίγο τρελός με την καλή έννοια. Και είναι πιστός φίλος για τον Indy. Σε αυτή τη φάση, ο Indy το χρειάζεται αυτό».
Επίσης, ο John Rhys-Davies επιστρέφει στον ρόλο του πιστού και καλόπιστου παλαίμαχου συντρόφου του Indy, του Sallah, από την εποχή των ταινιών «Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» και «Η Τελευταία Σταυροφορία». Όταν τον συναντάμε σε αυτή την ταινία, ζει πια στις ΗΠΑ και κερδίζει τα προς το ζην σαν ταξιτζής στη Νέα Υόρκη.
«Είναι υπέροχο που επιστρέφω. Ο Indiana Jones δεν άλλαξε μόνο τη ζωή μου, αλλά και τη φύση των ταινιών», λέει ο ηθοποιός.
Ο σκηνοθέτης λέει για τον Rhys-Davies: «Είναι ένας ηθοποιός με απίθανο εκτόπισμα, έχει ωραίο γέλιο και μια αίσθηση ελαφρότητας. Είναι καταπληκτικός χαρακτήρας
κατ’ αντίστιξη για τον Harrison».
Τέλος, τον πατέρα της Helena, τον Basil Shaw, που εμφανίζεται στην εναρκτήρια αγωνιώδη σκηνή, υποδύεται ο βρετανός ηθοποιός Toby Jones. Παρόλο που ο χαρακτήρας δεν έχει εμφανιστεί ποτέ ξανά σε ταινία, ο Basil είναι ένας αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός που έχει διδάξει στην Οξφόρδη και είναι ένας από τους πιο παλιούς και αγαπημένους φίλους του Indy, ένας άντρας που λειτουργεί σαν συνένοχός του για δεκαετίες.
«Έχουν αγάπη ο ένας για τον άλλον», λέει ο Jones για τη σχέση του Basil με τον Indy. «Μοιράζονται την ίδια αγάπη για το παρελθόν και ο Indy ανησυχεί για εμένα».
Αυτή η ανησυχία, όμως, δεν είναι αρκετή για να προστατέψει τον Shaw από τον Συνταγματάρχη Weber του Thomas Kretschmann, έναν άντρα που επέβλεψε την επιχείρηση του Χίτλερ για να λεηλατήσει έργα τέχνης και αρχαία αντικείμενα από τις κατεχόμενες περιοχές και να τα στείλει στη Γερμανία. Παρόλο που έπαιζε μία εκπληκτική μορφή, ο Γερμανός ηθοποιός ένιωσε δέος στις πρώτες σκηνές απέναντι στον Ford. «Ο Harrison είναι στο μέγεθος μου, στο ύψος μου και είναι πολύ λεπτός», λέει ο Kretschmann. «Και καθόταν μπροστά μου και σκεφτόμουν ότι ένιωθα σαν παιδάκι με τη στολή των Ναζί. Ήταν λίγο τρομαχτικό. Δεν έκανε κάτι φοβερό, αλλά η παρουσία του είναι εκπληκτική».
ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ
- Η ταινία γυρίστηκε στο Μαρόκο, τη Σικελία, τη Σκωτία και την Αγγλία καθώς και
στα Pinewood Studios λίγο έξω από το κεντρικό Λονδίνο. - Διαθέτει τέσσερα τεράστια σκηνικά όπου διαδραματίζονται καταιγιστικές
σκηνές δράσης: η σκηνή του τρένου το 1944, μία καταδίωξη με άλογα σε έναν
μεγαλειώδη εορτασμό στους δρόμους που καταλήγει στο μετρό της Νέας
Υόρκης. Ένα αλαφιασμένο κυνηγητό με τουκ τουκ στους δρόμους της Ταγγέρης,
μια αγωνιώδης κατάδυση στην Ελλάδα και φυσικά η τελευταία σκηνή της
κλιμάκωσης. - Ο σκηνογράφος Adam Stockhausen έκανε εκτενή έρευνα σε τρένα του ’40και εμπνεύστηκε από αρχειακές φωτογραφίες για τα βαγόνια. Το βαγόνι τουδιοικητή είναι εμπνευσμένο από το Führersonderzug, το τρένο του Χίτλερ.
- Μετά τον πρόλογο, η ταινία προσγειώνεται στον Αύγουστο του 1969, όταν 4 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους του Μανχάταν για να τιμήσουν τους αστροναύτες της NASA Neil Armstrong, Buzz Aldrin και Mike Collins μετά την επιτυχημένη αποστολή στο φεγγάρι. Το στήσιμο της παρέλασης και της καταδίωξης που ακολουθεί ήταν μια τεράστια πρόκληση που έλαβε χώρα στους δρόμους της Γλασκόβης. Η μεταμόρφωση της βασικής οδικής αρτηρίας της Γλασκόβης σε Νέα Υόρκη πήρε τρεις εβδομάδες, ενώ έμεινε κλειστή για 7 μέρες κατά τη διάρκεια του γυρίσματος.
- Ο καιρός που είχε στη Γλασκόβη κατά το γύρισμα της σκηνής της παρέλασης ήταν ιδανικός και έτσι οι 1000 κομπάρσοι που συμμετείχαν ήταν λουσμένοι στο φως, ένα θεόσταλτο δώρο για τον διευθυντή φωτογραφίας Phedon Papamichael, που ήθελε η σεκάνς να έχει έντονα χρώματα σε αντίθεση με τον πιο μουντό πρόλογο της ταινίας που διαδραματίζεται το 1944.
-
Η σκηνή της παρέλασης καταλήγει στα τούνελ του μετρό στο Μανχάταν, τα οποία αναπαράχθηκαν σε κανονική κλίμακα στο στούντιο της Pinewood, το μεγαλύτερο στούντιο στον κόσμο γνωστό για τις ταινίες του 007.
- Η δύο φορές υποψήφια για Όσκαρ ενδυματολόγος Joanna Johnston διατήρησε το πνεύμα της κλασικής εμφάνισης του Indy με το καπέλο και το δερμάτινο σακάκι.
-
Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που είχε να αντιμετωπίσει η παραγωγή ήταν να δείξει τον 79χρονο Ford στα 37 του. Ο επικεφαλής των οπτικών εφέ Andrew Whitehurst της Industrial Light & Magic (ILM) συνεργάστηκε με τους δημιουργούς από το στάδιο της προ-παραγωγής για να σχεδιαστούν τα οπτικά εφέ της ταινίας, με τη δύσκολη αποστολή να γυρίσουν πίσω τον χρόνο για τον Indiana Jones. Για να επιτευχθεί αυτό, η ILM χρησιμοποίησε την τελευταία τεχνολογία αντικατάστασης προσώπου (face replacement technology), ενώ μελέτησαν αρχειακό υλικό από προηγούμενες ερμηνείες του Χάρισον Φόρντ ως Indiana Jones.
- Ο πέντε φορές βραβευμένος με Όσκαρ και 53 φορές υποψήφιος John Williams (Τα Σαγόνια του Καρχαρία-Jaws, Star Wars, E.T. ο Εξωγήινος- E.T. The Extra-Terrestrial) υπέγραψε και πάλι τη μουσική για τον Indiana Jones. Ανάμεσα στα νέα
μουσικά θέματα ξεχωρίζει αυτό της Helena με την εκπληκτική ερμηνεία της καταξιωμένης βιολίστριας Anne-Sophie Mutter.
Η ταινία “INDIANA JONES AND THE DIAL OF DESTINY” κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 29/6/23 από τη Feelgood.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 154′
ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
Δείτε το trailer:
xxx.
Xenia